-
1 εὐταξία
εὐταξία, ἡ,A good arrangement, τῶν φλεβῶν, of a gem, AP9.695 (pl.);τῶν τῆς ψυχῆς μερῶν πρὸς ἄλληλα Pl.Def. 411d
; ψυχῆς πρὸς ἡδονάς ibid.e; good condition,ὅπλων καὶ ἵππων X.Mem.3.3.14
.2 good order, discipline, Th.6.72; orderly behaviour, Pl.Alc.1.122c, etc.; as a subject of competition, SIG1061.4 (Samos, ii B.C.), cf.IG22.417; in a state, orderliness, order,ἡ εὐνομία εὐταξία Arist.Pol. 1326a30
, cf. 1321a4; ὁ αἱρεθεὶς ἐπὶ τὴν εὐ. IG7.4254.4 continence, Gal.8.451.II Stoic term, practical judgement, tact, Stoic.3.64, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐταξία
-
2 εὔροια
εὔροια, ἡ,2 εὔροια βίου happy life, Zeno Stoic. 1.46, Cleanth.ib.126, Chrysipp.ib.3.4, al. -
3 μεσολαβέω
A seize, nip,κιρσόν Antyll.
ap. Orib.45.18.20, cf. eund. ib.7.14.4, Sor.Fasc.46 ([voice] Pass.); interrupt,νῆσος μ. τὸν πόρον
Peripl. M.Rubr.25
: freq. metaph., μ. τὰς τῶν διωκόντων ὁρμάς intercept, D.S.12.70, cf. 16.1, Alciphr.2.1; τὴν τῶν φλεβῶν ἔκρυσιν Timagoras ap.Stob.4.36.19; interrupt, τινα Plb.18.52.3: abs.,μεσολαβήσας ἤρετο Id.16.34.5
, etc.;τὴν ἀνάγκην.. οὐκ ἔστιν ἐποχῇ μεσολαβεῖν Metrod. Herc.831.6
, cf. 12; of intervening causes, Alex.Aphr.Febr.27, al.; also, perceive an interval, Gal.9.69:—[voice] Pass., to be intercepted, of letters, Chryserm. ap. Stob.3.39.31; of planetary influences,Ἀφροδίτη μεσολαβουμένη Max.Epit.p.100
L.; μεσολαβηθῆναι ὑπὸ τῆς πεπρωμένης, i. e. die prematurely, Plb.Fr. 184;μ. νόσῳ D.S.12.29
; μεσολαβηθεὶς τὸν βίον having one's life cut short in the midst, Id.1.3, cf. BCH11.219 ([place name] Phrygia), Vett.Val.246.9; ἐὰν μεσολαβηθῇ [ἡ περιστερά] Sch.Od. 12.69.II [λίθους] κατὰ λόγον μεσολαβείτω perh. he shall calculate (cf. μεσόλαβος) the size of the stones in proportion, BCH 20.324 (Lebad.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσολαβέω
-
4 συζυγία
II yoke of animals, pair,σ. πώλων E.Hipp. 1131
(lyr.); of persons, Plu.Demetr.1: generally, pair, Pl. Phd. 71c, Prm. 143d, Arist.IA 704b20; σ. πτερύγων, μήλων, δονάκων, AP5.267.6, 289 (both Paul. Sil.), 6.27 (Theaet.); ἄρσενα σ., of two sons, IG12(8).442.6 ([place name] Thasos); κατὰ συζυγίας in pairs, esp. of animals,κατὰ συζυγίας φωλοῦσιν.. οἱ ἄρρενες θήλεσιν Arist.HA 599b6
, cf. 631b1; in plants, Thphr.HP3.11.3, al.: hence,2 coupling, copulation, AP5.220 (Paul. Sil.), 10.68 (Agath.).3 in war, squadron of four war-chariots,= two ζυγαρχίαι, Ascl.Tact.8, Ael. Tact.22.2.III conjunction of words or things in pairs, syzygy, Arist.Top. 113a12, GC 332b3 (pl.), Mete. 378b11 (pl.), Stoic.2.132, Gal. 6.95, al.: more generally, combination of words, οὐκ ἐν τῷ κάλλει τῶν ὀνομάτων ἡ πειθώ, ἀλλ' ἐν τῇ ς. D.H.Comp.3, cf. 6; of letters, ib.22; coupling of terms in a syllogism, Chrysipp.Stoic.2.50.2 Gramm., conjugation, D.T.638.6 (pl.), A.D.Adv.161.28, POxy.469.13 (iii A.D.); or declension, A.D.Adv.198.6, Synt.271.16, Ath.9.392b; any group of related words, e.g. sapiens, sapienter, sapientia, Cic.Top. 3.12, cf. 9.38.3 in Prosody, syzygy, dipodia, Heph.7.8, Aristid. Quint.1.14, Syrian.in Hermog.1p.31R.IV Astron., syzygy, of two stars one of which rises and sets as the other sets and rises, Autol.1.4; of zodiacal signs rising and setting between the same points of the horizon, Gem.2.27; of the moon's conjunctions and oppositions with the sun, Ptol.Alm. 5.1, Cat.Cod.Astr.1.131; so of planets, Ptol.Alm.5.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συζυγία
-
5 ἀναθυμιάω
A vaporize, Thphr.Ign.38:—[voice] Pass., steam up, rise in fume or vapour, , cf. 653a4; of fire, Id.Mete. 341a7; of the earth, send forth vapour, ib. 360b32;οἶνος ἀναθυμιαθείς Plu.2.432e
; of smoke, Luc.VH1.23: metaph.,μῖσος ἀναθυμιᾶται Plb.15.25.24
; of the soul,ψυχαὶ ἀπὸ τῶν ὑγρῶν -ῶνται Heraclit.12
.II [voice] Med., draw up vapour,οἱ ἡρακλειτίζοντές φασιν ἐκ τῆς θαλάττης τὸν ἥλιον ἀ. Arist. Pr. 934b36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναθυμιάω
-
6 συνάρτησις
A junction, union,τῶν φλεβῶν καὶ νεύρων Arist.Pr. 883b22
; joint of machine, Ph.Bel.91.8; combination of words, A.D.Synt.17.8.II connexion, cohesion of premisses with one another and with the conclusion in a syllogism, Stoic.2.79; of the clauses in a conditional sentence, Plu. 2.387a, S.E.P.2.111.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάρτησις
-
7 συστύφω
A draw together, contract,τὰ στόματα τῶν φλεβῶν Hp. Vict.3.70
(v.l.):—[voice] Pass., to be gloomy, morose, Sch.Ar.Ra. 1545, dub. in Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστύφω
-
8 μέχρι
μέχρι even before vowels as in Attic Lk 16:16; Job 32:12. In three places in the NT (Mk 13:30 and Gal 4:19 μέχρις οὗ, Hb 12:4 μέχρις αἵματος) as well as Hv 4, 1, 9 (μέχρις ὅτε), Hs 9, 11, 1 (μέχρις ὀψέ) the form used before vowels is μέχρις (Vett. Val. 357, 19; IG XII, 5, 647; SIG 888, 150 [before a conson.]; 958, 16; 1109, 41; Threatte II 669–71; pap [Mayser p. 244]. On the LXX s. Thackeray p. 136.—B-D-F §21; Mlt-H. 113; 331) gener. ‘until’: in our lit. as prep. w. gen. (Hom. +) and conj. (Thu., Pla., et al.)① marker of extension up to a point in an area, as far as, w. gen. μ. τοῦ οὐρανοῦ GPt 10:40. μ. τῆς Ἀσίας Ac 20:4 D. ἀπὸ Ἰερουσαλὴμ…μ. τοῦ Ἰλλυρικοῦ Ro 15:19 (ἀπὸ…μ. as SIG 973, 6f). μ. τῶν ἔσω φλεβῶν MPol 2:2 (Jos., Bell. 6, 304 μ. ὀστέων).② marker of continuance in time up to a point, untilⓐ as prep. w. gen. μ. (τῆς) νῦν IMg 8:1; Papias (3:3) (Chion, Ep. 16, 4; Longus 4, 16, 2; Xenophon Eph. 1, 4, 1; Jos., Ant. 7, 386; 17, 114; Just., D. 82, 1 and 3 al.; cp. μ. τοῦ νῦν Χ., Cyr. 7, 3, 15; PTebt 50, 26 [112/11 B.C.]; BGU 256, 9; Just., D. 78, 8). μ. ὀψέ Hs 9, 11, 1. μέχρι τίνος; how long? (Just., A I, 32, 2; Alciphron 4, 17, 2; Achilles Tat. 2, 5, 1) v 3, 10, 9. μ. τῆς σήμερον until today (Jos., Ant. 9, 28) Mt 11:23; cp. 28:15; Hv 2, 2, 4. μ. μεσονυκτίου until midnight Ac 20:7. μ. Ἰωάννου until (the time of) John Lk 16:16. μ. τῆς ἐπιφανείας τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 1 Ti 6:14 (Just., D. 120, 3 μ.…τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ). μ. καιροῦ διορθώσεως Hb 9:10. μ. τοῦ θερισμοῦ (for ἕως; another v.l. ἄχρι) until harvest time Mt 13:30 v.l. μ. τέλους Hb 3:6 v.l., 14 (cp. Ar. [Milne 76, 47f] μ. τελειώσεως χρόνων).—ἀπό…μ. (POxy 1647, 20 ἀπὸ ἀνατολῆς ἡλίου μέχρι δύσεως; EpArist 298): ἀπὸ τετάρτης ἡμέρας μ. ταύτης τῆς ὥρας from the fourth day to this hour Ac 10:30. ἀπὸ Ἀδὰμ μ. Μωϋσέως Ro 5:14 (cp. Just., D. 92, 2 ἀπὸ Ἀβραὰμ μ. Μωϋσέως).ⓑ as a conjunction until (B-D-F §383, 2; Rob. 975) μ. καταντήσωμεν Eph 4:13 (cp. Hdt. 4, 119, 4; SIG 976, 71 μέχρι ποιήσωσιν; PCairPreis 48, 7 μέχρι τὸ πλοιαρίδιον εὑρῶμεν; TestSol 9:8 P; SibOr 3, 570. On the omission of ἄν s. Mlt. 168f; Rydbeck, 144–53). μ. οὗ w. subjunctive (Herodas 2, 43; 8, 8 [Cunningham reads μέχρις εὖ in both]; POxy 293, 7 [27 A.D.] μέχρι οὗ ἀποστείλῃς Da 11:36 Theod.; EpArist 298) Mk 13:30 (μ. ὅτου v.l.); Gal 4:19. μ. ὅτε (ὅτου v.l.) Hv 4, 1, 9; GJs 10:2 (s. B-D-F §455, 3).③ marker of degree or measure, to the point of, w. gen. (Appian, Bell. Civ. 3, 69 §284 μ. τοῦ τέλους=to the end; Jos., Ant. 11, 81 μ. θρήνων; Ath. 12:3 μ. τοσούτου) κακοπαθεῖν μ. δεσμῶν suffer even to the point of being imprisoned 2 Ti 2:9. μ. αἵματος ἀντικαταστῆναι resist to the point of shedding one’s blood in being wounded or killed Hb 12:4 (μ. αἵμ. as Herodian 2, 6, 14). μ. θανάτου διωχθῆναι καὶ μ. δουλείας εἰσελθεῖν 1 Cl 4:9 (cp. 2 Macc 13:14; Jos., Bell. 2, 141). Of Christ ὑπήκοος μ. θανάτου obedient to the point of death Phil 2:8 (cp. PTor I, 1 VII, 28 [116 B.C.] μ. τελευτῆς βιοῦ). Of Epaphroditus διὰ τὸ ἔργον Χριστοῦ μ. θανάτου ἤγγισεν vs. 30 (μέχρι θανάτου to denote degree: Diod S 15, 27, 2; Cebes 26, 3; Appian, Bell. Civ. 2, 113 §471; 3, 77 §314; 3, 90 §372; 4, 135 §570 al.; Polyaenus 7, 30; 8, 49; Just., D. 11, 4 al.; schol. on Apollon. Rhod. 3, 427–31a; 2 Macc 13:14).—DELG. M-M.
См. также в других словарях:
κιρσοί — Όρος ο οποίος υποδηλώνει τη μόνιμη διάταση, εξοίδηση, επιμήκυνση και περιέλιξη των φλεβών. Πρόκειται για εκφυλιστική βλάβη των φλεβών. Αίτια δημιουργίας των κ. είναι η συγγενής έλλειψη ή ανεπάρκεια των βαλβίδων των φλεβών, οι οποίες φυσιολογικά… … Dictionary of Greek
εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις … Dictionary of Greek
φλέβες — (Ανατ.). Αγγεία του κυκλοφοριακού συστήματος, στα οποία η ροή του αίματος κατευθύνεται προς την καρδιά. Στη μεγάλη κυκλοφορία περιέχουν αίμα που επιστρέφει από τους ιστούς κι έτσι είναι φτωχό σε οξυγόνο (φλεβικό αίμα). Στη μικρή κυκλοφορία,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… … Dictionary of Greek
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… … Dictionary of Greek
γάγγραινα — Νέκρωση ποικίλης έκτασης μιας περιοχής του σώματος, που παρουσιάζει επιπλοκή από την εγκατάσταση μικροβίων. Διακρίνεται σε γ. ξηρή και υγρή. Η πρώτη εμφανίζεται στα άκρα και οφείλεται στην παρεμπόδιση της τοπικής αιμάτωσης εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να … Dictionary of Greek